- σαβῶν
- σαβάζωfut part act masc voc sgσαβάζωfut part act neut nom/voc/acc sgσαβάζωfut part act masc nom sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαβῶν — Σαβάζω fut part act masc voc sg Σαβάζω fut part act neut nom/voc/acc sg Σαβάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) Σαβός persons dedicated to the service of Sabazius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαβοί — Α επιφών. κραυγή τών Σαβών, δηλ. τών λάτρεων τού Σαβαζίου, η οποία ακουγόταν κατά την εορτή του (««εὐοῑ σαβοῑ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σαβ άζω (Ι) «συμμετέχω στην εορτή τού Σαβαζίου ή τού Βάκχου» (πρβλ. επιφών. εὐοῖ)] … Dictionary of Greek